- τετράβυρσος
- τετρᾰ-βυρσος, ον,A of four hides, Sch.Lips.Il.15.479 (ed. Bekker).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράβυρσος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερα δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βυρσος (< βύρσα «δέρμα ζώου»), πρβλ. πολύ βυρσος] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek